- ἐνίσχῡσις
- ἐν-ίσχῡσις, ἡ, das darin Erstarken, Starksein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ενίσχυση — η (Μ ένίσχυσις) [ενισχύω] βοήθεια, βοήθημα, ισχυροποίηση, ενδυνάμωμα νεοελλ. 1. στήριγμα, υποστήριγμα («η στέγη χρειάζεται ενίσχυση») 2. πρόσθετη αποστολή βοηθητικού σώματος στρατού 3. συνεκδ. τμήμα στρατού που ακολουθεί σε μικρή απόσταση τη… … Dictionary of Greek